- δριμεία οσμή
- cилниот мириc
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
παραλδεΰδη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, προϊόν τριμερισμού τής ακεταλδεΰδης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη γεύση και δριμεία οσμή που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση ως πηγή ακεταλδεΰδης καθώς και στην ιατρική ως ηρεμιστικό υπνωτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παπιλιονίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των λεπιδοπτέρων, η οποία περιλαμβάνει περίπου 700 είδη, διαδεδομένα προπάντων στις τροπικές περιοχές. Οι πεταλούδες τους είναι ημερόβιες και χαρακτηρίζονται από μέσες και μεγάλες διαστάσεις· πολλά είδη έχουν… … Dictionary of Greek
όζον — Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750 1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα… … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek